- μυροβραχής
- μῠρο-βρᾰχής or [suff] μῠρο-βρεχής, ές, ([etym.] βρέχω)A wet with unguent,
κόμη LXX 3 Ma.4.6
, cf. Suet. Aug.86:—also [suff] μῠρό-βροχος, ον, Ps.-Callisth.3.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόμη LXX 3 Ma.4.6
, cf. Suet. Aug.86:—also [suff] μῠρό-βροχος, ον, Ps.-Callisth.3.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυροβραχής — και μυροβρεχής, ές (Α) (ιδίως για τα μαλλιά) αυτός που είναι βρεγμένος, αρωματισμένος με μύρο («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βραχής / βρεχής (< βρέχω)] … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
μυρόβροχος — μυρόβροχος, ον (Α) μυροβραχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βροχος (< βρέχω), πρβλ. ελαιό βροχος, μελανό βροχος] … Dictionary of Greek
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek